ἁλιειδής

ἁλιειδής
ἁλι-ειδής, ές,
A sea-coloured,

κίχλαι Numen.

ap. Ath.7.305c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλιειδής — ἁλιειδής, ὲς (Α) ο όμοιος με τη θάλασσα κατά το χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ειδὴς < εἶδος] …   Dictionary of Greek

  • ἁλιειδέας — ἁλιειδής sea coloured masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”